Τεκμηριώνοντας την κοινωνική ευαισθησία στην communitas των ελλήνων μεταναστών
Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη,
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών / Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Ενώ η ελληνική εσωτερική μετανάστευση που έλαβε χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε επικρατήσει ως θέμα σε πολλές ταινίες του ελληνικού δημοφιλούς κινηματογράφου, ιδίως κατά τη δεκαετία του 1960, η εξωτερική μετανάστευση σε ευρωπαϊκές χώρες ως θέμα είχε περιοριστεί κατά κύριο λόγο μόνο σε αναφορές σε κωμωδίες με πλούσιους θείους και άλλους συγγενείς που επαναπατρίζονται. Σε μια άλλη περίπτωση, υπήρξαν κάποιες πιο προοδευτικές απόπειρες σχολιασμού της μετανάστευσης, όπως το φιλμ Μέχρι το πλοίο (1966) του Αλέξη Δαμιανού. Την ίδια εποχή, τα ντοκιμαντέρ ταλαντεύονταν μεταξύ λαογραφίας και τουρισμού. Μόνο με την έλευση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου κατά την επόμενη δεκαετία και τον πειραματισμό σε μια νέα οπτικοακουστική γλώσσα, τα ελληνικά ντοκιμαντέρ μετασχηματίστηκαν σε όχημα κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Ο Τελευταίος σταθμός, Kreuzberg (1975) του Γιώργου Καρυπίδη φέρεται να ήταν το πρώτο ντοκιμαντέρ που έριξε φως στην ελληνική κοινότητα των ελλήνων μεταναστών οι οποίοι ζούσαν στη Γερμανία και εξέθεσε ορισμένα από τα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητάς τους.
Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας στροφής προς την ελληνική διασπορά και τον αγώνα της επιβίωσής της, ο σκηνοθέτης και ποιητής Λευτέρης Ξανθόπουλος (1945-2020), απόφοιτος του London Film School, αποφάσισε στο πρώτο του ντοκιμαντέρ να καταγράψει τη ζωή και τον βίο της ελληνικής κοινότητας της Χαϊδελβέργης. Βασισμένος στη διπλωματική εργασία του και στην εμπειρία του ως βιομηχανικού εργάτη σε γερμανικά εργοστάσια κατά τη δεκαετία του 1970, ο Ξανθόπουλος συνέθεσε στην Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης (1976) ένα υποδειγματικό ψηφιδωτό των ελλήνων μεταναστών στην ομώνυμη πόλη. Αγγίζοντας ζητήματα ταυτότητας, πολιτισμικής απόστασης και κοινωνικής διαφοράς, ο σκηνοθέτης προσέφερε ένα διεισδυτικό σχόλιο για την αμφιθυμία που περιβάλλει τα συναισθήματα των μεταναστών απέναντι στη Γερμανία. Η χώρα υποδοχής τους στηρίζει οικονομικά, αλλά τους αφήνει πολιτισμικά κενούς και διακυβεύει την εθνική ταυτότητά τους. Είναι ενδιαφέρον ότι η ελληνική κοινότητα χρηματοδότησε πλήρως το εγχείρημα του σκηνοθέτη και τον βοήθησε σε όλα τα στάδια της παραγωγής του.
Από τη συλλογική συνείδηση και την communitas της Χαϊδελβέργης, ο Ξανθόπουλος στη συνέχεια φέρνει στο προσκήνιο το άτομο. Το δεύτερο ντοκιμαντέρ μεσαίου μήκους του σκηνοθέτη φέρει τον τίτλο Ο Γιώργος απ’ τα Σωτηριάνικα (1978) και παρουσιάζει τον Γιώργο Κοζομπόλη, μετανάστη από το χωριό Σωτηριάνικα της Πελοποννήσου, του οποίου το ελληνικό εστιατόριο στη Δυτική Γερμανία προσελκύει πολλούς Έλληνες αλλά και Γερμανούς. Το ντοκιμαντέρ εστιάζει στην ιστορία επιτυχίας του Γιώργου: προερχόμενος από ένα φτωχό χωριό, καταφέρνει να επιβιώσει σε μια πολιτισμένη ευρωπαϊκή πόλη. Γίνεται ένας αξιοσέβαστος επιχειρηματίας, πουλώντας εικόνες μιας εξιδανικευμένης Ελλάδας στους ξένους πελάτες του. Ο Ξανθόπουλος παρατηρεί το υποκείμενό του και το αφήνει να ξεδιπλώσει ελεύθερα την ιστορία, την καθημερινότητα, τις ελπίδες και τα όνειρά του, χωρίς να γυαλίζει τους φόβους και τα προβλήματά του. Τελικά, ο σκηνοθέτης προσφέρει μια εναλλακτική άποψη για ό,τι ήταν στερεοτυπικό για τον φτωχό έλληνα μετανάστη· επιδεικνύει για πρώτη φορά μια εξαιρετική κοινωνική ευαισθησία απέναντι στην ελληνική κοινότητα των μεταναστών.
Το επόμενο ντοκιμαντέρ του Ξανθόπουλου Στα Τουρκοβούνια (1982) ολοκληρώνει την «τριλογία της μετανάστευσης», παρουσιάζοντας τους εσωτερικούς μετανάστες κοντά στο κέντρο της Αθήνας. Η συνολική άποψη του σπουδαίου σκηνοθέτη για τον κόσμο της μετανάστευσης στην Ευρώπη άνοιξε ένα παράθυρο σε ένα οπτικό αρχείο. Το τελευταίο συμπληρώνει όλη την επίσημη και ανεπίσημη βιβλιογραφία και τις αφηγήσεις των Ελλήνων που αποφάσισαν να βρουν δουλειά στο εξωτερικό, παρά τη νοσταλγία για την πατρίδα τους.